-
1 καθ-ιππάζομαι
καθ-ιππάζομαι, eigtl. niederreiten, durch Reiterei überwältigen, verwüsten, ἡ ἵππος κατιππάσατο χώρην Her. 9, 14. Uebertr., bewältigen, überrennen, mit dem Nebenbegriffe des Uebermuthes u. beleidigenden Hohnes, νέος δὲ γραίας δαίμονας καϑιππάσω Aesch. Eum. 145, ϑεοὶ νεώτεροι παλαιοὺς νόμους καϑιππάσασϑε 776, Gesetze mit Füßen treten. So auch ἀφορμὰς δεδωκὼς τοῖς βουλομένοις καϑιππάσασϑαι τῆς φιλοσοφίας D. L. 4, 47, gegen die Philosophie losziehen. Im obscönen Sinne, Macho bei Ath. XIII, 581 e.
См. также в других словарях:
καθιππάζομαι — καθιππάζομαι, ιων. τ. κατιππάζομαι (Α) 1. διατρέχω μια χώρα έφιππος («ἡ δὲ ἵππος προελθοῡσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταπατώ, προσβάλλω («παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», Αισχύλ.) 3. μτφ. καταστρέφω 4. ιππεύω, καβαλικεύω 5.… … Dictionary of Greek